τυλοφθόρος

τυλοφθόρος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που φθείρει, που εξαλείφει τους τύλους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλοφθόρα
(φαρμ.) ουσίες που μαλακώνουν ή διαλύουν την κεράτινη στιβάδα τού δέρματος και χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη τών κάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχο-φθόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
————————
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
το ουδ. ως ουσ. το τυλοφθόρο
(ενν. φάρμακο) (φαρμ.) ουσία που διαλύει ή μαλακώνει την κεράτινη στιβάδα τού δέρματος και χρησιμοποιείται, τοπικά, για την αφαίρεση τών κάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλος + -φθόρος (< φθείρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”